τιθύμαλλον

τιθύμαλλον
τιθύμαλλος
spurge
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”